- γουρουνοπούλα
- ηθηλυκός μικρός χοίρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… … Dictionary of Greek
δαμάλα — η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς) αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει νεοελλ. χοντρή και ανόητη γυναίκα αρχ. μσν. παρθένα, κόρη μσν. φρ. «ἡ δάμαλις ἡ ἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο) αρχ. φρ. «δάμαλις σῡς» γουρουνόπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek